- μετεώριση
- η (Α μετεώρισις) [μετεωρίζω]ανύψωση και παραμονή σε μετέωρη κατάστασηνεοελλ.η ανύψωση τού υπνωτιστή από το έδαφος και η παραμονή του στον αέρα χωρίς εμφανή μυϊκή ή μηχανική ενέργειααρχ.έπαρση, υπερηφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.