μετεώριση

μετεώριση
η (Α μετεώρισις) [μετεωρίζω]
ανύψωση και παραμονή σε μετέωρη κατάσταση
νεοελλ.
η ανύψωση τού υπνωτιστή από το έδαφος και η παραμονή του στον αέρα χωρίς εμφανή μυϊκή ή μηχανική ενέργεια
αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετεωρίσῃ — μετεωρίσηι , μετεώρισις lifting up fem dat sg (epic) μετεωρίζω raise to a height aor subj mid 2nd sg μετεωρίζω raise to a height aor subj act 3rd sg μετεωρίζω raise to a height fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρισμός — Η διάταση της κοιλιακής κοιλότητας, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλης ποσότητας αερίων ή αέρα στα έντερα. * * * ο (ΑΜ μετεωρισμός) [μετεωρίζω] 1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.) 2. οίδημα, φούσκωμα νεοελλ. ιατρ. διόγκωση τού… …   Dictionary of Greek

  • στροφείο — το / στροφεῑον, ΝΑ (στο αρχ. θέατρο) μηχανισμός με τον οποίο πραγματοποιούνταν η εμφάνιση τών υποκριτών σε διαφορετική θέση αλλά και η εξαφάνισή τους, ή, κατά τον Πολυδεύκη, χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση ηρώων, ζώντων ή νεκρών, στον αιθέρα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”